Το
απόγευμα της 19ης Οκτωβρίου του 1912, ξεκινά η μάχη των Γιαννιτσών κι ολοκληρώνεται με
περήφανη νίκη των Ελληνικών δυνάμεων. Στις 20 Οκτωβρίου, η 7η μεραρχία,
επιτίθεται στην οδική και σιδηροδρομική γέφυρα του ποταμού Λουδία. Στην
ορμή του ελληνικού στρατεύματος, ο τουρκικός στρατός οπισθοχωρεί
και στο σιδηροδρομικό σταθμό του Κίρτζιλαρ (Άδενδρου) γίνεται πολύωρη μάχη. Ο Ελληνικός στρατός προελαύνει συνεχώς. Με την απελευθέρωση του Αδένδρου και όλης της περιοχής, απελευθερώθηκαν και οι οικισμοί Καϊλίκ (Βραχιά) και Γιουντζίδα
(Κύμινα). Το βράδυ της 20ης Οκτωβρίου 1912, όλοι οι αξιωματικοί και στρατιώτες που
έλαβαν μέρος στη μάχη, βρεγμένοι και νηστικοί, προμηθεύτηκαν ξύλα από
το σιδηροδρομικό σταθμό του Αδένδρου και άναψαν μεγάλη φωτιά για να
στεγνώσουν. Μάλιστα βρήκαν παρατημένες από τον τουρκικό στρατό, μεγάλες ποσότητες ψωμιού και ρυζιού.
Οι Τούρκοι εγκατέλειπαν τη δυτική πλευρά του Αξιού ποταμού. Το μόνο εμπόδιο πλέον που έμενε προς τη Θεσσαλονίκη ήταν η μεγάλη γέφυρα του ποταμού, μήκους 600 μέτρων και πλάτους 6 μέτρων. Η γέφυρα όμως είχε καταστραφεί από τους υποχωρούντες Τούρκους και είχε σκεπαστεί από το νερό. Πρόβλημα υπήρχε και στα άλλα περάσματα, γνωστά ως Βαρδάρια, που λόγω των βροχοπτώσεων καλύφθηκαν από το φουσκωμένο ποτάμι.
Στις 22 Οκτωβρίου, η 3η μεραρχία, στρατοπεύδευσε στο απελευθερωμένο πλέον Άδενδρο-Κίρτζιλαρ, στο οποίο εγκαταστάθηκε ο Βασιλέας Κωνσταντίνος και τα επιτελεία των αξιωματικών εξέταζαν για ώρες λύσεις για τη διέλευση του Αξιού ποταμού. Την επομένη (23 Οκτωβρίου), στις 8 το πρωί, ο Κωνσταντίνος κάλεσε σε σύσκεψη τους διοικητές 4 μεραρχιών, προκειμένου να λάβουν οδηγίες. Η λύση με συγκεκριμένο σχέδιο δίνεται από το Μηχανικό Σώμα.
Στις 24 Οκτωβρίου, ο διάδοχος του θρόνου, στρατοπεδεύει στο χωριό Τόψιν (σημερινή Γέφυρα). Μέσα σε μία εντυπωσιακή έπαυλη εγκαθίσταται το Γενικό Στρατηγείο των Ελληνικών δυνάμεων και παραμένει εκεί έως τα χαράματα της 27ης Οκτωβρίου.
Οι μέρες αυτές υπήρξαν καθοριστικές για την τύχη της Θεσσαλονίκης και γενικότερα της Μακεδονίας. Σ' αυτή την έπαυλη λοιπόν (σημερινό μουσείο Βαλκανικών Πολέμων) έγιναν έντονες διαπραγματεύσεις μεταξύ της Τουρκικής αντιπροσωπείας με επικεφαλής το διοικητή της πόλης Χασάν Ταχσίν Πασά και του Κωνσταντίνου.
Μετά από δύο αποτυχημένες προσπάθειες επίτευξης συμφωνίας κι αφού απορίφθηκαν οι προτάσεις του Ταχσίν Πασά, η Τουρκική αντιπροσωπεία φεύγει κι επιστρέφει στο κτίριο το μεσημέρι της 26ης Οκτωβρίου 1912, γνωστοποιώντας ότι ο διοκητής Ταχσίν Πασάς είχε δεχτεί την άνευ όρων παράδοση της πόλης, μαζί με την παράδοση του οπλισμού 25.000 Τούρκων στρατιωτών και 1.000 αξιωματικών.
*** μαρτυρία μεταφέρθηκε από το βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου «Το Μεγάλο άλμα, η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης».
*** στοιχεία έχουν αντληθεί από το βιβλίο "Ιστορία του πολέμου 1912-1913" του επιτελάρχη του Βασιλέα Κωνσταντίνου, Βίκτωρα Δούσμανη.
Οι Τούρκοι εγκατέλειπαν τη δυτική πλευρά του Αξιού ποταμού. Το μόνο εμπόδιο πλέον που έμενε προς τη Θεσσαλονίκη ήταν η μεγάλη γέφυρα του ποταμού, μήκους 600 μέτρων και πλάτους 6 μέτρων. Η γέφυρα όμως είχε καταστραφεί από τους υποχωρούντες Τούρκους και είχε σκεπαστεί από το νερό. Πρόβλημα υπήρχε και στα άλλα περάσματα, γνωστά ως Βαρδάρια, που λόγω των βροχοπτώσεων καλύφθηκαν από το φουσκωμένο ποτάμι.
Στις 22 Οκτωβρίου, η 3η μεραρχία, στρατοπεύδευσε στο απελευθερωμένο πλέον Άδενδρο-Κίρτζιλαρ, στο οποίο εγκαταστάθηκε ο Βασιλέας Κωνσταντίνος και τα επιτελεία των αξιωματικών εξέταζαν για ώρες λύσεις για τη διέλευση του Αξιού ποταμού. Την επομένη (23 Οκτωβρίου), στις 8 το πρωί, ο Κωνσταντίνος κάλεσε σε σύσκεψη τους διοικητές 4 μεραρχιών, προκειμένου να λάβουν οδηγίες. Η λύση με συγκεκριμένο σχέδιο δίνεται από το Μηχανικό Σώμα.
Στις 24 Οκτωβρίου, ο διάδοχος του θρόνου, στρατοπεδεύει στο χωριό Τόψιν (σημερινή Γέφυρα). Μέσα σε μία εντυπωσιακή έπαυλη εγκαθίσταται το Γενικό Στρατηγείο των Ελληνικών δυνάμεων και παραμένει εκεί έως τα χαράματα της 27ης Οκτωβρίου.
Οι μέρες αυτές υπήρξαν καθοριστικές για την τύχη της Θεσσαλονίκης και γενικότερα της Μακεδονίας. Σ' αυτή την έπαυλη λοιπόν (σημερινό μουσείο Βαλκανικών Πολέμων) έγιναν έντονες διαπραγματεύσεις μεταξύ της Τουρκικής αντιπροσωπείας με επικεφαλής το διοικητή της πόλης Χασάν Ταχσίν Πασά και του Κωνσταντίνου.
Μετά από δύο αποτυχημένες προσπάθειες επίτευξης συμφωνίας κι αφού απορίφθηκαν οι προτάσεις του Ταχσίν Πασά, η Τουρκική αντιπροσωπεία φεύγει κι επιστρέφει στο κτίριο το μεσημέρι της 26ης Οκτωβρίου 1912, γνωστοποιώντας ότι ο διοκητής Ταχσίν Πασάς είχε δεχτεί την άνευ όρων παράδοση της πόλης, μαζί με την παράδοση του οπλισμού 25.000 Τούρκων στρατιωτών και 1.000 αξιωματικών.
Τη
νύχτα της 26ης Οκτωβρίου 1912, οι αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού Ιωάννης
Μεταξάς και Βίκτωρ Δούσμανης, υπογράφουν στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης, το
πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό. Την 27η Οκτωβρίου υπογράφεται
συμπληρωματικό πρωτόκολλο με το οποίο παραδίνονταν στους Έλληνες, όλη η τουρκική
φρουρά της Θεσσαλονίκης.
Την
ίδια ώρα, δύο ευζωνικά τάγματα της 8ης μεραρχίας εισέρχονται και παρελαύνουν στην
πόλη, υπό τις επευφημίες των Ελλήνων. Οι εύζωνοι κατευθύνονται προς το
Διοικητήριο.
"Προηγούντο
περί τους είκοσι σαλπιγκτάς και έπετο ο αξιωματικός σημαιοφόρος, με
αναπεπταμένην την σημαίαν και τους παραστάτας εφ’ όπλου λόγχην. Ηκολούθει
έφιππος ο συνταγματάρχης Κωνσταντινόπουλος και αυτόν ηκολούθουν οι λόχοι. Όλοι
με γυμνά τα ξίφη των με πρόσωπα ηλιοκαμένα και λάμποντα απο ψυχικήν χαράν"(μαρτυρία).
Οι
Εύζωνοι του Κωνσταντινόπουλου υψώνουν την ελληνική σημαία στο Διοικητήριο. Η
πόλη ανήκει και πάλι στους Έλληνες.
28η
Οκτωβρίου, 11 το πρωί.
Ο
διάδοχος Κωνσταντίνος ξεκινά από το σιδηροδρομικό σταθμό και με κάθε
επισημότητα μπαίνει στην πόλη, επικεφαλής της 1ης μεραρχίας, η οποία είχε
σταθμεύσει έξω από τα δυτικά τείχη της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου.
Στις
29 Οκτωβρίου ήταν η σειρά του βασιλιά Γεωργίου Α' -συνοδευόμενος από τον
Κωνσταντίνο - να εισέλθει στην πόλη και να επισημοποιήσει την απελευθέρωση της
Θεσσαλονίκης.
*** μαρτυρία μεταφέρθηκε από το βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου «Το Μεγάλο άλμα, η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης».
*** στοιχεία έχουν αντληθεί από το βιβλίο "Ιστορία του πολέμου 1912-1913" του επιτελάρχη του Βασιλέα Κωνσταντίνου, Βίκτωρα Δούσμανη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου